-
1 καταθρῴσκω
A leap down,κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4.79
: c. acc., κ. τὴι· αἱμασιήν leap down the wall, Hdt.6.134;καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.86
: c. gen., Nonn.D.23.220.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθρῴσκω
См. также в других словарях:
καταθρώσκω — καταθρῴσκω (Α) πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θρώσκω «πηδῶ»] … Dictionary of Greek